ΠΩΣ ΜΙΑ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ ΕΜΠΑΙΚΤΙΚΗ ΚΕΝΟΤΗΤΑ ΠΛΗΡΗΣ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ
ΚΕΦ. Ι : ΓΕΝΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ
Κατατέθηκε στην Βουλή πριν λίγες ημέρες το νομοσχέδιο για την ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων καταναλωτών.
Ένα πολυδιαφημισμένο από το ΠΑΣΟΚ νομοσχέδιο, το οποίο και επηρέασε την ψήφο χιλιάδων πολιτών. Η υπόσχεση ήταν μια νέα «σεισάχθεια», μια άρση χρεών για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Αντί της νέας «σεισάχθειας» βλέπουμε ένα νομοσχέδιο που εξυπηρετεί πρωτίστως και πολύπλευρα τις τράπεζες και τα συμφέροντά τους, επιβάλλει προσβλητικούς για την ανθρώπινη ζωή και αξία όρους και έρχεται να απογυμνώσει τον άνθρωπο από συνυφασμένα με την προσωπικότητά του δικαιώματα, αλλά και να τον εξαναγκάσει με το δέλεαρ της «απαλλαγής» να καταβάλλει χρηματικά ποσά που δεν θα κατέβαλλε άλλως λόγω της οικονομικής του αδυναμίας.
Εν κατακλείδι και όπως αναλύεται κατωτέρω το νομοσχέδιο αντί για «σεισάχθεια» επιβάλλει και θεσμοθετεί τον «εξανδραποδισμό», την υποδούλωση των ανθρώπων λόγω χρηματικών οφειλών.
Το νομοσχέδιο θέτει βέβαια τα πράγματα σε μία ρεαλιστική βάση: Το πρόβλημα και μέλημα της εξουσίας (τραπεζιτικής και πολιτικής) δεν είναι η προστασία των πολιτών αυτής της χώρας. Το πρόβλημα και μέλημα της εξουσίας είναι το πόσα μπορεί να πάρει από τους πολίτες αυτής της χώρας.
Η απάντησης της ένωσής μας, της μεγαλύτερης ένωσης καταναλωτών της χώρας και του συνόλου των ενώσεων που συνυπογράφουν το κείμενο είναι συναφής:
Εάν δεν έχετε τίποτα, δεν μπορούν να σας πάρουν τίποτα.
Μην μπείτε στον κόπο αυτών των διαδικασιών. Το μόνο που θα σας «προσφέρουν» είναι δυσβάστακτα βάρη και όροι δουλείας.
Όσοι πάλι έχουν κάποια περιουσία, ας σταθμίσουν καλά τις συνέπειες. Ούτως ή άλλως αυτή στο τέλος της διαδικασίας θα έχει ρευστοποιηθεί με ιδιαίτερα επαχθείς όρους.
Τέλος, οι οφειλέτες στεγαστικών δανείων είναι οι μόνοι που μπορούν να διατηρούν κάποια αμυδρή ελπίδα πως θα γλυτώσουν, όχι τους εαυτούς τους, αλλά τα σπίτια που αγόρασαν σε αισχροκερδείς τιμές με τραπεζικά δάνεια.
Κόστη, κίνδυνοι, διαδικασίες, επαχθείς υποχρεώσεις, τόκοι, πανωτόκια, παράνομες χρεώσεις, πτώχευση πολιτών, διαχείριση κάθε περιουσιακού στοιχείου από «εκκαθαριστές - κοράκια των τραπεζών», άρση απορρήτων τη αγνοία σας και πολλά άλλα συνοδεύουν ένα πραγματικά απαράδεκτο και αντισυνταγματικό νομοσχέδιο.
Στο ίδιο νομοσχέδιο δεν έχει σημασία τι πληρώσατε, εάν ήσασταν συνεπής μέχρι να χάσετε την εργασία σας ή να υπάρξει αδυναμία να ανταποκριθείτε. Δεν έχει καν σημασία πόσες παράνομες χρεώσεις σας επέβαλλαν τα «ευαγή τραπεζικά ιδρύματα». Το κεντρικό νόημα και περιεχόμενο του νόμου είναι : πόσα περισσότερα μπορούν να σας πάρουν.
Ειδικά εάν μέχρι σήμερα δεν ήξεραν ή δεν μπορούσαν να σας πάρουν τίποτα.
Το επόμενο βήμα για μία ακόμα κυβέρνηση που υποκλίνεται με δουλοπρέπεια στο τραπεζικό κεφάλαιο είναι να σας στερήσουν και άλλα θεμελιώδη ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, εάν οφείλετε στις τράπεζες … .
Ως ενώσεις καταναλωτών κρίνουμε το νομοσχέδιο επιεικώς απαράδεκτο για τους πολίτες καταναλωτές, αντι-ανθρώπινο και κοινωνικά επικίνδυνο.
Προτάσεις, ολόκληρο νομοσχέδιο ετοιμάσαμε και το υποβάλλαμε.
Είχε όμως η πρότασή μας ένα κεφαλαιώδες πρόβλημα, που εμπόδιζε την κυβέρνηση να την αποδεχθεί: Μεριμνούσε πραγματικά για τον πολίτη και ήταν κοινωνικά και πολιτικά δίκαιο.
Κεφ. ΙΙ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ
ΑΡΘΡΟ 1: «Πεδίο Εφαρμογής»
Οι βελτιώσεις σε σχέση με το αρχικό σχέδιο είναι μόνο λεκτικές. Ουσιαστικά περιλαμβάνει τις αυτές ρυθμίσεις με το αρχικό σχέδιο και έχει τα αυτά προβλήματα όπως τα είχαμε εκθέσει. Όμως είναι πάμπολλες και σημαντικές οι αρνητικές για τους οφειλέτες τροποποιήσεις και ρυθμίσεις που προστέθηκαν σε σχέση με το αρχικό σχέδιο.
Α. Εμμένουμε στις κοινωνικά δίκαιες και σύμφωνες με το Σύνταγμα θέσεις μας. Είναι απαράδεκτο για νομοσχέδιο ρύθμισης χρηματικών οφειλών να εξαιρούνται οι τυπικά ή ουσιαστικά έχοντες την εμπορική ιδιότητα.
Το νομοσχέδιο οφείλει να περιλάβει στην ρύθμιση και τους έχοντες πτωχευτική ικανότητα, δηλ. τους «εμπόρους», ρυθμίζοντας με βάση την αιτία της οφειλής – δανείου και εξαιρώντας απλώς τα χρέη που οφείλονται σε εμπορική δραστηριότητα.
Να ισχύει δηλαδή ο νόμος για όσα δάνεια και οφειλές συνάφθηκαν και λειτούργησαν εξ ορισμού για σκοπούς καταναλωτικούς (π.χ. καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες κλπ.), ασχέτως της ιδιότητας του προσώπου το οποίο έλαβε το δάνειο ή έχει την οφειλή (και εν προκειμένω της εκ του νόμου πτωχευτικής του ικανότητας).
Τίθεται, εν προκειμένω και ένα σοβαρό ζήτημα αντισυνταγματικότητας της διάταξης καθώς ρυθμίζει οφειλές και όχι ατομικά δικαιώματα, που δύναται να επιφέρει ζήτημα κοινωνικοπολιτικό, αλλά και νομικό στην ισχύ της διατάξεως, καθώς η σύγχρονη αντίληψη (εσφαλμένη κατά την γνώμη μας), άγει σε κατάργηση για όλους δικαιωμάτων που κρίνονται αντισυνταγματικά και δη στα ζητήματα ισότητας, αντί να άγει σε επέκταση αυτών σε όλους τους πολίτες (π.χ. συνταξιοδότηση μητέρων ανηλίκων τέκνων).
Ως έχει η διάταξη, δεν μπορεί να υπάρξει εφαρμογή της για τον ψιλικατζή, τον περιπτερά, τον μικρέμπορο λιανοπωλητή, τον ομόρρυθμο εταίρο με ποσοστό 1% σε ομόρρυθμη εταιρεία για καταναλωτικά δάνεια ή πιστωτικές κάρτες που έλαβαν αυτοί για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της οικογένειάς τους, ενώ εφαρμόζεται για μεγαλοαστούς (στελέχη εταιρειών, π.χ. γενικό διευθυντή, οικονομικό διευθυντή και άλλους υψηλόμισθους, μεγαλογιατρούς, μεγαλοδικηγόρους, μεγαλομηχανικούς κ.α.), οι οποίοι μπορεί να οφείλουν π.χ. τις δόσεις του πολυτελούς αυτοκινήτου τους ή τις διακοπές τους στο Ντουμπάι … .
Στο κορυφαίο και πρωταρχικό ζήτημα ισότητας και συνταγματικότητας η μόνη λύση έχει να κάνει με την αιτία, τον σκοπό λήψης του δανείου και δημιουργίας της οφειλής.
Εάν πρόκειται για οφειλές με καταναλωτικό χαρακτήρα αυτές θα πρέπει να συμπεριληφθούν άπασες, χωρίς καμία διάκριση. Εάν πρόκειται για εμπορικά χρέη, τότε να ισχύει ο πτωχευτικός κώδικας.
Το σχέδιο νόμου, ακόμα και εάν ρητώς δεν το αναφέρει ή δεν το έχουν εννοήσει κάποιοι, στηρίζεται κατά την αιτιολογική του έκθεση στον πυλώνα των εξής συνταγματικών και πολιτικοφιλοσοφικών αρχών :
- Στην αρχή της προστασίας της αξίας του ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας
- Στην αρχή της προστασίας της οικογένειας
- Στην αρχή της απαγόρευσης καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων
- Στην αρχή της ελευθερίας της οικονομικής δράσης εφόσον δεν θίγονται τα δικαιώματα των άλλων και του κοινωνικού συνόλου .
Άπαντες οι ανωτέρω αρχές διατρέχονται και καθορίζονται κάθετα και οριζόντια από την αρχή της ισότητας.
Είναι σαφές ότι ουδεμία διαφοροποίηση ή έκπτωση στην απόλαυση των ανωτέρω δικαιωμάτων και αντιστοίχων υποχρεώσεων του κράτους μπορεί να υπάρξει νόμιμα με κριτήριο την επαγγελματική ιδιότητα ή δραστηριότητα. Τα ανωτέρω είναι εφαρμοστέα από όλους, προς όλους και έναντι πάντων !!!.
Περαιτέρω και κατ’ αντιδιαστολή, επειδή η δραστηριοποίηση των ανθρώπων υπό την έννοια της «επιχειρηματικότητας» (καθ’ ημάς «αυτονομίας») αποτελεί θεωρητικό στόχο της κυβέρνησης, η ανωτέρω ρύθμιση αποτελεί σημαντικό αντικίνητρο για όσους σκέπτονται ή θα ήθελαν να ενεργοποιηθούν στα πλαίσια της επιχειρηματικής αυτονομίας.
Κατά συνέπεια: η ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του κατατεθέντος νομοσχεδίου θα πρέπει να τροποποιηθεί και να τεθεί ως όρος για την εφαρμογή του η αιτία της οφειλής (ο σκοπός για τον οποίο αυτή δημιουργήθηκε) και να απαλειφθεί ο διαχωρισμός με βάση την δυνατότητα πτώχευσης.
Β. Η παράγραφος 2 του αρχικού σχεδίου, η οποία ρύθμιζε τις ατομικές προϋποθέσεις υπαγωγής στην ρύθμιση ενσωματώθηκε με το νομοσχέδιο στην παράγραφο 1 και έγινε ακόμα χειρότερη για τους καταναλωτές.
Για να υπαχθεί κάποιος στην ρύθμιση σύμφωνα με το νομοσχέδιο, πρέπει να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Το αρχικό σχέδιο ανέφερε ότι προϋπόθεση υπαγωγής στην ρύθμιση ήταν η οριστική ή επαπειλούμενη μη δόλια μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Υπό την ρύθμιση αυτή μπορούσε να υπαχθεί και κάποιος που κινδύνευε να περιέλθει σε αδυναμία πληρωμής («επαπειλούμενη»).
Αφαιρέθηκαν οι όροι «οριστική ή επαπειλούμενη» και έμεινε μόνο ο όρος «μόνιμη».
Με τους όρους αυτούς υπάρχει ορατός και σαφής ο κίνδυνος να κριθεί από τα Δικαστήρια ότι ουδείς βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, καθώς πάντοτε θα υπάρχει η ελπίδα (π.χ. να εξεύρει εργασία ή καλύτερη εργασία ή να κληρονομήσει ή να «κερδίσει το λαχείο»).
Η έννοια της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής αποτελεί ρύθμιση απαράδεκτη για όποιον φτιάχνει ένα νόμο που θέλει να εφαρμοστεί και όχι ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα. Στηλιτεύσαμε την διάταξη κατά το σχέδιο και την στηλιτεύουμε και πάλι βλέποντας ότι έγινε ακόμα χειρότερη, ακόμα πιο «φιλική» προς τους τραπεζίτες και καθιστά το νομοσχέδιο δυνητικά ανεφάρμοστο για την πλειοψηφία των οφειλετών.
Τι θα έπρεπε να αναφέρει κατά την γνώμη μας το νομοσχέδιο για να είναι συνεπές με τις αρχές του και εφαρμόσιμο ;
Προτείναμε : «Προϋπόθεση υπαγωγής του οφειλέτη στις διατάξεις του παρόντος νόμου είναι η μη δόλια αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, οι οποίες με βάση την επαγγελματική και οικονομική του κατάσταση τεκμαίρεται ότι δεν δύνανται να αποπληρωθούν στο σύνολό τους μέσα στην επόμενη πενταετία και χωρίς να στερηθεί ο δανειολήπτης βασικές για την διαβίωσή του και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του ανάγκες.»
Αυτή είναι η λύση του πολιτισμού και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Αυτό που έρχεται προς ψήφιση από την κυβέρνηση αποτελεί για τους οφειλέτες ανεφάρμοστο νομοθετικό επικοινωνιακό πυροτέχνημα.
Βεβαίως η κυβέρνηση «έθαψε» τις προτάσεις μας και δεν μας έδωσε δημόσιο βήμα για να τις αναλύσουμε και να καταδείξουμε την κοινωνικοπολιτική και νομική ορθότητά τους. Προτίμησε άλλους, «σχετικούς» και άσχετους, αληθινούς αλλά και «ψευδεπίγραφους», προτίμησε τους «συμφωνούντες» για να καλύψει τις αδυναμίες και τις αντινομίες του νομοσχεδίου που φέρνει προς ψήφιση.
Γ. Περαιτέρω θα έπρεπε και πρέπει να διευκρινιστεί και συγκεκριμενοποιηθεί από το νομοσχέδιο η έννοια του δόλου, καθώς αυτή στο πλαίσιο του αστικού δικαίου, όπου ανήκει η ρύθμιση του νομοσχεδίου ορίζεται απλώς ως παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά. Η έννοια του «παρανόμου» και «υπαιτίου» στο αστικό δίκαιο είναι άλλη και ευρύτερη αυτής του ποινικού δικαίου και δύναται να προκαλέσει σειρά προβλημάτων.
Για τον λόγο αυτό προτείναμε και προτείνουμε και για λόγους κοινωνικής και ουσιαστικής δικαιοσύνης να τεθεί όρος με τον οποίο να αναλύεται επαρκώς η έννοια του δόλου και η διάταξη – ρύθμιση να εφαρμόζεται μόνο για όσους δεν ενήργησαν με σκοπό την μη αποπληρωμή των οφειλών εξ αρχής ή κατέστησαν αδύναμοι να εξυπηρετήσουν την οφειλή με σκοπιμότητα μη πληρωμής της και ρύθμισης («μη δόλια αδυναμία πληρωμής»).
Δ. Ως έχει επίσης το άρθρο 1 φαίνεται να περιλαμβάνει κάθε οφειλή, από κάθε αιτία, πλην των ρητώς εξαιρουμένων, ήτοι π.χ. και συμβάσεις δανείων από ιδιώτες. Κατωτέρω και στα υπόλοιπα άρθρα το νομοσχέδιο αναφέρεται μόνο σε διαδικασίες με πιστωτικά ιδρύματα και ουδόλως ρυθμίζει τις διαδικασίες σε σχέση με τους ιδιώτες.
Θα πρέπει συνεπώς εν προκειμένω να διευκρινιστεί το ζήτημα και τεχνικά, αλλά και εξ ορισμού, ώστε να αφορά και τους ιδιώτες δανειστές, ιδίως τους κατ’ επάγγελμα δανειστές με αντίστοιχη μέριμνα, ώστε να σε περίπτωση φιλικού δανεισμού να διακανονίζεται το δάνειο, εφόσον δεν θίγονται οι βιοτικές ανάγκες του δανειστή και της οικογένειάς του.
Ε. Ως προς την παράγραφο 3 του άρθρου 1 καθίσταται αναγκαία η ανάγκη ερμηνευτικών και κατόπιν τούτων ερμηνευτικών τροποποιήσεων. Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι : «Απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου μπορεί να γίνει μόνο μία φορά»
Εννοιολογικά αλλά και σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 8 του νομοσχεδίου, η απαλλαγή σημαίνει μη καταβολή κανενός ποσού για τους εκεί αναφερόμενους λόγους. Αυτό εννοεί η διάταξη ή μήπως την ρύθμιση ;
Περαιτέρω και ως έχει η διάταξη είναι προβληματική στην εφαρμογή της εάν γίνει ρύθμιση για ένα πιστωτή (π.χ. μία τράπεζα) και εν συνεχεία γίνει απόπειρα εφαρμογής και για άλλο πιστωτή (π.χ. μία άλλη τράπεζα). Η τελευταία θα μπορεί να αρνηθεί αντιτάσσοντας την διάταξη αυτή ως έχει. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να τεθεί στην διάταξη προσθήκη που να διευκρινίζει ότι το «μόνο μία φορά», αφορά τον ίδιο πιστωτή.
Περαιτέρω όμως και επειδή η ζωή όλων μας επιφυλάσσει πολλές φορές δυσάρεστες εκπλήξεις και ανάγκες θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα απαλλαγής ή νέας ρύθμισης. Πιστεύουμε όμως πως ειδικοί λόγοι, όπως σοβαροί λόγοι υγείας, οι οποίοι μπορεί να ματαίωσαν την ρύθμιση ή να την κατέστησαν ανενεργή, πρέπει να μπορούν να αιτιολογούν τη νέα ρύθμιση ή την αναστολή της. Άλλωστε, τούτο απορρέει από σειρά αρχών του δικαίου και την δημοσίας τάξεως διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ. .
Θα πρέπει συνεπώς να υπάρξει και εδώ η σχετική πρόβλεψη κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα στο σύνολο του δικαίου.
Πρόταση μας για την διάταξη είναι η εξής : «Απαλλαγή ή ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος μπορεί να γίνει μόνο μία φορά για τις απαιτήσεις κάθε πιστωτή, εκτός εάν ιδιαίτερα σημαντικοί και βάσιμοι λόγοι που αφορούν το πρόσωπο ή την οικογένεια του οφειλέτη δικαιολογούν την εκ νέου ρύθμιση ή την αναστολή της για χρονικό διάστημα που ορίζεται από το Δικαστήριο του άρθρου 8 του παρόντος. Το βάρος της απόδειξης φέρει ο οφειλέτης.»
Πέρα όμως από την πρότασή μας σε σχέση με το νομοσχέδιο υπάρχει και μία κεντρική δικαιοπολιτική παρατήρηση: Την ίδια ώρα που επιτρέπεται η ρύθμιση μόνο μία φορά, αφήνονται από την κυβέρνηση ελεύθερες οι τράπεζες να εκμεταλλεύονται διαρκώς και διαχρονικά τις ανάγκες των ανθρώπων με ασύδοτους και αισχροκερδείς τόκους και χρεώσεις.
Το ποιοι και με ποιο τρόπο δημιούργησαν ή επέβαλλαν την ανάγκη δανεισμού των πολιτών, αφορά επίσης μια σοβαρή κυβέρνηση που ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στα συμφέροντα ολόκληρου του λαού … .
ΑΡΘΡΟ 2 : «Διαδικασία Εξωδικαστικού Συμβιβασμού»
Υπάρχει μία βασική αρχή της χρηστής διοίκησης και της κοινωνικής χρησιμότητας, η οποία επισημαίνουμε πως θίγεται με το εν λόγω νομοσχέδιο. Είναι η αρχή της οικονομίας των ενεργειών, άμεσα συνυφασμένη με την αρχή της οικονομίας των δυνάμεων και δυνατοτήτων της κοινωνίας.
Το νομοσχέδιο προβλέπει σειρά σταδίων διαβούλευσης και επιμέρους υποχρεώσεων ενέργειας που καθιστούν περίπλοκη, χρονοβόρο και ιδιαίτερα δαπανηρή για όλους τους μετέχοντες (κράτος, πιστωτές, οφειλέτες) την διαδικασία ρύθμισης ή απαλλαγής από τα χρέη. Ας αναλογιστούμε όλοι και το κόστος σε ανθρωποώρες, σε ώρες ανθρώπινης ζωής και δράσης που θα απαιτηθούν για την υλοποίηση των διαδικασιών. Οι ώρες αυτές ανήκουν κατ’ επέκταση όχι μόνο στους ίδιους τους ανθρώπους, αλλά και στην κοινωνία, η οποία έχει μόνο να επωφεληθεί από την μείωση της ανάλωσής τους.
Προτείναμε και προτείνουμε το στάδιο της διαβούλευσης να λαμβάνει χώρα μόνο μετά την κατάθεση της αίτησης στο Ειρηνοδικείο. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζονται τα δικαιώματα απάντων των μερών και ικανοποιείται το δικαίωμα πλήρους ενημέρωσης και των πιστωτών για την οικονομική κατάσταση των δανειστών.
Η διαβούλευση ως προστάδιο της διαδικασίας δεν έχει τίποτε ουσιαστικό να προσφέρει και είναι βέβαιο ότι θα καταλήγει πάντοτε σε αποτυχία καθώς τα μέρη, ειδικά οι οφειλέτες θα προσβλέπουν πάντα σε κάτι καλύτερο. Άλλωστε στάδιο διαβούλευσης και εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών μεταξύ πιστωτών και οφειλετών υφίσταται και σήμερα.
Το ατομικά και κοινωνικά ορθό είναι λοιπόν να αποφεύγεται αυτή η επιπλέον σπατάλη και διαδικασία και να ενσωματωθεί στο στάδιο της δικαστικής διαβούλευσης, όπου η υπόθεση θα παίρνει πινάκιο (θα εισάγεται προς συζήτηση) μόνο μετά την αποτυχία των διαβουλεύσεων για δικαστικό συμβιβασμό. Έτσι θα απελευθερωθούν και τα πινάκια από σειρά υποθέσεων που έχουν «κλείσει» συμβιβαστικά.
Πέραν των ανωτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 2 δεν προσφέρουν κανένα κανόνα και όρο συμβιβασμού που να συμβαδίζει με το νομοσχέδιο. Δεν αναφέρει δηλαδή σε ποια πλαίσια θα πρέπει να κινείται ο συμβιβασμός, ώστε να υπάρχουν κανόνες που θα οδηγήσουν στην επιτυχή του έκβαση, όπως π.χ. η αναγκαστική απαλοιφή παράνομων χρεώσεων στο στάδιο αυτό ή η διαγραφή υπέρογκων τόκων.
Το χειρότερο όμως, νέο και εντελώς απαράδεκτο που προβλέπει είναι ο εξοπλισμός του πιστωτή με εκτελεστό τίτλο, η δυνατότητά του δηλαδή, χωρίς ουσιαστική δικαστική κρίση ή έστω διαταγή πληρωμής να ενσωματώσει στην απαίτησή του παράνομες και αισχροκερδείς χρεώσεις, πιέζοντας τον οφειλέτη ακόμα και με μέσα άμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης. Η ίδια η αποδοχή του συμβιβασμού με τον όρο αυτό σημαίνει ότι ο οφειλέτης χάνει και το δικαίωμα να στραφεί κατά του περιεχομένου του συμβιβασμού με την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, που προβλέπεται για τις διαταγές πληρωμής.
Το ερώτημα επίσης είναι: γιατί μια καθαρά ιδιωτική συμφωνία, η οποία δεν γίνεται ενώπιον κάποιας δημόσιας αρχής (άρα μπορεί να είναι και αποτέλεσμα παράνομων ή υπερβολικών πιέσεων), να αποκτά ισχύ εκτελεστούν τίτλου (δηλ. να μπορεί με βάση αυτόν και μόνο να προχωρήσει σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς ο δανειστής – τράπεζα); Υπέρ του συμφέροντος ποίου και με βάση ποια εχέγγυα ουσιαστικής και τυπικής συμβατικής ελευθερίας και αυτονομίας ;
Είναι βέβαιο ότι πλέον σε κάθε περίπτωση συμβατικής ρύθμισης οφειλών ή ανανέωσης της πίστωσης οι τράπεζες και οι εν γένει πιστωτές θα προσθέτουν κατά των οφειλετών όρους επαχθείς, που θα επιτρέπουν την άμεση μετατροπή του συμφωνητικού σε εκτελεστό τίτλο (δηλ. θα έχουν το δικαίωμα κατάσχεσης, υποθήκευσης κλπ.), χωρίς να έχει παρεμβληθεί ούτε καν απόπειρα εφαρμογής του νόμου και δικαστικής συνδρομής ή έστω διαιτησίας.
Το πρόβλημα καθίσταται όχι μόνο ζήτημα ουσίας, αλλά και συνταγματικότητας καθώς η ιδιωτική βούληση εξοπλίζεται με εκτελεστό τίτλο χωρίς την συνδρομή αρμόδιας δημόσιας αρχής κατά το χρόνο σύναψης των όρων της συμφωνίας.
Κάκιστα συνεπώς και προς το συμφέρον μόνο των πιστωτών – τραπεζών θεσπίζεται αυτή η διαδικασία και εξοπλίζεται το αποτέλεσμα του οιοδήποτε συμβιβασμού (ο οποίος δεν εντάσσεται καν στην λογική και στους κανόνες αυτού του νόμου) με εκτελεστό τίτλο.
Ζητούμε την απαλοιφή του άρθρου αυτού και των ανωτέρω ειδικών διατάξεών του, ως εντελώς αντικοινωνικών, μονομερών και μεροληπτικών υπέρ των πιστωτών.
ΑΡΘΡΟ 3 : Αρμόδιο Δικαστήριο - Διαδικασία
Θα πρέπει να προστεθεί και ειδική διάταξη που να απαγορεύει την κατά τόπο αρμοδιότητα άλλων Δικαστηρίων. Σχεδόν σε όλες τις συμβάσεις δανεισμού οι τράπεζες θέτουν όρο αρμοδιότητας των Δικαστηρίων των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης. Ο όρος αυτός πρέπει να κηρυχθεί ανίσχυρος για την εφαρμογή των διατάξεων του νομοσχεδίου.
Το θέμα, εάν το Ειρηνοδικείο μπορεί να φέρει εις πέρας τις διαδικασίες και σε πιο χρόνο, θίγεται κατωτέρω.
ΑΡΘΡΑ 4-8: Κύρια δικαστική διαδικασία
Τα άρθρα περιγράφουν την διαδικασία από την κατάθεση της αίτησης στο Ειρηνοδικείο μέχρι και την δικαστική ρύθμιση των χρεών.
Τα άρθρα έχουν δεχθεί σημαντικές τροποποιήσεις σε σχέση με το αρχικό σχέδιο.
Σχεδόν όλες οι τροποποιήσεις που έγιναν κινούνται υπέρ των συμφερόντων των τραπεζών σε βαθμό τέτοιο, ώστε να τείνουν να επιβεβαιωθούν κάποιες αρχικές εκτιμήσεις πως το νομοσχέδιο φτιάχθηκε προς το συμφέρον των τραπεζών, ώστε αυτές να πληροφορηθούν για περιουσιακά στοιχεία των οφειλετών προς εκποίηση, να πιέσουν αλλά και να ικανοποιήσουν εν γένει αξιώσεις τους που θα ήταν άλλως δύσκολο να εισπραχθούν.
Πρώτα από όλα : ο οφειλέτης χωρίς περιουσία δεν έχει κανένα λόγο να μπει σε αυτή την διαδικασία. Εχει μόνο να χάσει και πολύ λίγα μπορεί να κερδίσει.
Επαναλαμβάνουμε ότι το νομοσχέδιο εισάγει μία μεγάλη γραφειοκρατία που κοστίζει ακριβά και πολυποίκιλα, αλλά και μεταβάλλει το αρχικό σχέδιο αρνητικά εις βάρος των οφειλετών, ήτοι των εκ προοιμίου αδύνατων και αδύναμων.
Α. Η πρώτη μεγάλη αρνητική μεταβολή έρχεται με το άρθρο 6, όπου καταργείται η αρχική πρόβλεψη για αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης μετά την κατάθεση της αίτησης. Οι τράπεζες και οι εν γένει πιστωτές θα μπορούν πλέον να «συζητούν» με τους οφειλέτες «με το πιστόλι στον κρόταφό τους», ενώ ταυτόχρονα θα εκπλειστηριάζουν περιουσιακά στοιχεία τους. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμβιβαστικός διάλογος, αλλά κάλλιστα ως εκβίαση τοις πράγμασι.
Πιστό στην γραφειοκρατία, το νομοσχέδιο προβλέπει την δυνατότητα του οφειλέτη να ζητήσει την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης αυτής, θέτοντας όχι μόνο ακόμα μία διαδικασία και έξοδα, αλλά και απαράδεκτους όρους χορήγησης της αναστολής αυτής: και την ουσιώδη βλάβη (όχι απλή) του οφειλέτη και ταυτόχρονα (συντρέχον όρος) την πιθανολόγηση ευδοκίμησης της αίτησης του οφειλέτη για ρύθμιση.
Την ίδια ώρα και παρότι το ζητήσαμε, δεν υπάρχει και δεν προστέθηκε όρος ακατάσχετου της οικοσκευής του οφειλέτη στο σύνολό της .
Είναι ευνόητο ότι η διάταξη καταργεί ένα μεγάλο μέρος του νομοσχεδίου κατά την εισαγωγική και αιτιολογική του βάση: την ίδια ώρα που οι πιστωτές θα εκπλειστηριάζουν την βιβλιοθήκη των παιδιών, το πλυντήριο, την κουζίνα, τον καναπέ και την τηλεόραση, υποτίθεται πως θα γίνεται δικαστικός συμβιβασμός ή θα ζητείται η ρύθμιση και μείωση της οφειλής.
Το κείμενο ενός νόμου που σέβεται και θέλει πράγματι να πραγματώσει όσα υπόσχεται δεν θα περιείχε τέτοια δικαιώματα πίεσης υπέρ των πιστωτών.
Θα μπορούσε να περιέχει όρο μη μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης, αυτοδίκαια με την κατάθεση της αίτησης. Θα έπρεπε να προστατεύει οπωσδήποτε την οικοσκευή.
Β. Τεράστιες πολιτικές, νομικές και ηθικές αντινομίες παρατηρούνται και στην παράγραφο 3 του άρθρου 6.
Πρώτα από όλα έχουμε τον διαχωρισμό των απαιτήσεων ως προς την τοκοφορία τους. Ετσι οι μη εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο (αλήθεια τι εννοεί ο νόμος με τον όρο ειδικό προνόμιο, μήπως τα γενικευμένα από ειδικούς νόμους προνόμια μόνο των τραπεζών;) ή εμπράγματο δικαίωμα (εννοεί προφανώς «εμπράγματη ασφάλεια») απαιτήσεις παύουν να παράγουν τόκους από την κατάθεση της αίτησης. Οι άλλες οι εξασφαλισμένες όμως συνεχίζουν να παράγουν τόκους !!!. Ζητήσαμε και ζητούμε την παύση της τοκοφορίας όλων των απαιτήσεων από την κατάθεση της αίτησης.
Άλλωστε και πάλι παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας: οι εμπράγματες ασφάλειες και τα ειδικά προνόμια αφορούν αποκλειστικά την προνομιακή κατάταξη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων. Με κανένα τρόπο και σε κανένα νόμο και κράτος του κόσμου δεν επηρεάζουν και δεν μεταβάλουν το ύψος της απαίτησης και δη έναντι του οφειλέτη και των μη εξασφαλισμένων με προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια απαιτήσεων !!!.
Αυτά είναι πρωτάκουστα πράγματα και θα οδηγήσουν τις τράπεζες να επιβάλλουν προσημειώσεις υποθήκης, ακόμα και για δάνεια 1.000 – 2.000 Ευρώ. Το κόστος και πάλι θα το πληρώνει ο δανειζόμενος πολίτης - καταναλωτής !!!.
Η κατάργηση τέτοιων διατάξεων είναι επιτακτική ανάγκη.
Γ. Ζητήσαμε και ζητούμε την αφαίρεση και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο παράνομων και αισχροκερδών χρεώσεων.
Αυτό που λάβαμε είναι η νομιμοποίηση των αυθαιρεσιών και των εκνόμων χρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων !!!.
Δ. Ο δικαστικός συμβιβασμός που προβλέπεται στο άρθρο 7 είναι βέβαιο ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων θα ακολουθεί την πορεία του εξωδικαστικού, δηλ. θα αποτυγχάνει. Άλλωστε, οι πιστωτές, καθώς θα διατηρούν το δικαίωμα συμβατικής θέσπισης ειδικών προνομίων, ενεχύρων, το δικαίωμα έκδοσης διαταγής πληρωμής, το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης δηλ. κατασχέσεως και πλειστηριασμού, αλλά και μονομερούς εγγραφής προσημειώσεων με το επακόλουθο της συνέχισης τοκοφορίας των απαιτήσεών τους δεν θα έχουν και πολλά να χάσουν … . Θα έχουν μόνο να κερδίσουν από την καθυστέρηση και την αποτυχία, ενώ «θα τρέμει το φιλοκάρδι» του οφειλέτη και όλα θα υφίστανται εις βάρος του.
Ε. Το κύριο άρθρο είναι το άρθρο 8, αυτό της δικαστικής ρύθμισης των χρεών.
Υπήρξαν αρκετές τροποποιήσεις σε σχέση με το αρχικό σχέδιο. Κάποιες είναι θετικές και κινήθηκαν πάνω στις παρατηρήσεις που είχαμε υποβάλλει. Κάποιες όμως είναι ολωσδιόλου αρνητικές. Καταργήθηκε επί παραδείγματι η δυνατότητα χορήγησης περιόδου χάριτος, καταργήθηκε η δυνατότητα να ανατρέξει στην πενταετία η ρύθμιση (έγινε τετραετής).
Δεν ικανοποιήθηκε και πρέπει να ικανοποιηθεί το εύλογο και δίκαιο κοινωνικά και ατομικά αίτημά μας να υπάρχει ευνοϊκότερη μεταχείριση των οφειλετών που ήταν μέχρι ενός σημείου συνεπείς, των οφειλετών των οποίων η αδυναμία οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες όπως αυτή της απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών και των οφειλετών που έχουν αποπληρώσει μεγάλο μέρος των οφειλών τους. Τα ανωτέρω θα έπρεπε να υφίστανται στο νόμο ως ευνοϊκά κριτήρια που θα ήταν υποχρεωμένο το Δικαστήριο να εξετάσει μειώνοντας έτι περαιτέρω το ποσό και τους όρους της ρύθμισης.
Θέτουμε και πάλι το ζήτημα της ακόμα και αυτεπάγγελτης αφαίρεσης από το Δικαστήριο, χρεώσεων και οφειλών που έχουν κριθεί παράνομες και αισχροκερδείς. Ο νόμος ως έχει δεν προστατεύει το θύμα τέτοιων πρακτικών, αλλά νομιμοποιεί εκ του πλαγίου (με την συμπερίληψη αυτών στην ρύθμιση) τέτοιες παράνομες χρεώσεις.
Ζητήσαμε επίσης και ζητούμε την πλήρη απαλλαγή του οφειλέτη που ορίζει ο νόμος, εάν κατά την κατάθεση της αίτησης, οι συνολικές καταβολές του προς τον πιστωτή υπερκαλύπτουν το ληφθέν κεφάλαιο και τους ετήσιους τόκους συμβατικούς τόκους που προβλέπονται από το νόμο για τους ιδιώτες.
Είναι ζητήματα ουσιώδους κοινωνικής δικαιοσύνης.
ΑΡΘΡΟ 9: «Διαδικασία Ρευστοποίησης περιουσίας – προστασία κύριας κατοικίας»
Το άρθρο 9 με όσα ορίζει είναι από τα πιο προβληματικά πολιτικά και κοινωνικά. Πρόκειται για διατάξεις αντικοινωνικές και απάνθρωπες, πολιτικά και κοινωνικά επικίνδυνες, αδικαίωτες και αδικαιολόγητες.
Έρχεται και το άρθρο αυτό να ανατρέψει την αιτιολογία θέσπισης του νόμου και να επιβάλλει βάρη, υποχρεώσεις και υποτέλειες. Ουσιαστικά αναιρεί και την έννοια και την ουσία της «ρύθμισης» και την μετατρέπει σε μηχανισμό βίαιης αποψίλωσης του ανθρώπου από κάθε ουσιαστικό δικαίωμα, υπέρ των τραπεζών.
Πρόκειται για εξαναδραποδισμό, για ουσιαστική υποδούλωση των ανθρώπων στις τράπεζες λόγω χρεών. Κατά συνέπεια, όχι μόνο δεν πρόκειται για «σεισάχθεια», αλλά για επαναφορά του θεσμού της δουλείας λόγω χρεών.
Αναφερόμαστε στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 9, που θεσμοθετούν και ορίζουν την ρευστοποίηση όλης της περιουσίας του οφειλέτη (ακίνητης και κινητής) και τον εγκλωβισμό του με την διαχείριση κάθε περιουσιακού του δικαιώματος (όπως π.χ. του μισθού του) από τον εκκαθαριστή !!!.
Αναφέρεται η διάταξη στην «ρευστοποίηση» της περιουσίας. Δε ορίζει όμως η διάταξη ποια είναι η «ρευστοποιήσιμη περιουσία» . Αφήνει έτσι εφαρμοστέες τις διατάξεις του ΚΠολΔ, που αντανακλώντας τις αντιλήψεις παλαιότερων εποχών επέτρεπαν και επιτρέπουν την κατάσχεση και ρευστοποίηση ουσιωδών αναγκαίων σήμερα στοιχείων της οικοσκευής !!!. Η οικοσκευή, άμεσα συνδεδεμένη με τις βιοτικές ανάγκες μιας οικογένειας, θα πρέπει ρητά να εξαιρεθεί αποκλειομένης της ρευστοποίησής της.
Σε κάθε δε περίπτωση (διότι ούτε τούτο προβλέπει το νομοσχέδιο): το ρευστοποιήσιμο μέρος της περιουσίας θα πρέπει επίσης ρητά να συνυπολογίζεται στο οριζόμενο με την ρύθμιση ως καταβλητέο ποσό.
Απαράδεκτα εκτεταμένες και περιλαμβάνουσες το σύνολο των περιουσιακών δικαιωμάτων του οφειλέτη είναι οι εξουσίες του «εκκαθαριστή».
Πρόκειται για νόμο υπερχρέωσης, για νόμο που ιδρύει θεσμούς βίαιης καταβολής των οφειλόμενων στις τράπεζες και για όχι νόμο υπέρ των υπερχρεωμένων οφειλετών.
Απαράδεκτος είναι και ο ορισμός συνδίκου, ο οποίος πλέον αποκαλείται «εκκαθαριστής», ενώ έχει αρμοδιότητες συνδίκου απευθείας εκ του νόμου αυτού και κατά παραπομπή στον «Πτωχευτικό Κώδικα».
Αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας και τεράστιο κόστος για υπερχρεωμένους ανθρώπους και αφού κατά το νόμο η αμοιβή του βαρύνει τον οφειλέτη και την περιουσία του !!!.
Είναι όμως κυρίως απαράδεκτο καθώς από την γενική διατύπωση («διαχείριση της περιουσίας του οφειλέτη») μπορεί να κριθεί ότι του επιτρέπεται η διαχείριση ακατάσχετων μισθών και προνοιακών βοηθημάτων του οφειλέτη. Ο οφειλέτης θα χτυπά την πόρτα του εκκαθαριστή παρακαλώντας για λίγα Ευρώ προκειμένου να αγοράσει φάρμακα για το άρρωστο παιδί του ή λίγα μακαρόνια για να φάει !!!.
Αυτό το νομοσχέδιο θέλει να ψηφίσει η κυβέρνηση !!!.
Η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πιστωτών, κυρίων των τραπεζών, από το νομοσχέδιο, ολοκληρώνεται με την δυνατότητα να ορίζεται το πρόσωπο αυτό, όχι από τον κατάλογο συνδίκων του Πρωτοδικείου, αλλά μετά από πρόταση των πιστωτών – τραπεζών !!!. Τα πρόσωπα αυτά, που εφεξής θα τα αποκαλούμε «επαγγελματίες κοράκια», είναι ευνόητο ότι θα λειτουργούν μονομερώς και ανηλεώς υπέρ των συμφερόντων των τραπεζών και υπέρ του ατομικού τους συμφέροντος χρεώνοντας ανεξέλεγκτα έξοδα σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη και της οικογένειάς του.
Ως είναι διατυπωμένος ο νόμος μπορεί να συμβεί ακόμα και το ακόλουθο: Επί καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών ύψους 30.000 Ευρώ, ο οφειλέτης έχει καταβάλλει ποσό 18.000 Ευρώ και οφείλει (με τις γνωστές αισχροκερδείς τακτικές των τραπεζών) ποσό 20.000 Ευρώ. Ζητεί την ρύθμιση (η οποία ως έχει η ρύθμιση περιλαμβάνει κεφάλαιο, υπέρογκους αισχροκερδείς τόκους και πανωτόκια και παράνομες χρεώσεις, ενώ δεν συνυπολογίζεται το ποσό που έχει καταβάλλει). Το Δικαστήριο ρυθμίζει στο 60% της οφειλής, ήτοι σε ποσό 12.000 Ευρώ για τέσσερα έτη. Ο ίδιος όμως έχει και ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο το οποίο ορίζεται ρευστοποιήσιμο. Ορίζεται σύνδικος, που ψευδεπίγραφα αναφέρεται πλέον στο νομοσχέδιο ως «εκκαθαριστής». Το αυτοκίνητο εκποιείται έναντι ποσού 10.000 Ευρώ. Ο σύνδικος - εκκαθαριστής απαιτεί για την εργασία του 2.000 Ευρώ και το κόστος πλειστηριασμού είναι επίσης 2.000 Ευρώ. Ως έχει ο νόμος αντί του ποσού των 20.000 Ευρώ ο οφειλέτης έχει καταβάλλει 26.000 Ευρώ !!! (12.000 από την ρύθμιση, 10.000 από το αυτοκίνητο και 4.000 για έξοδα). Επίσης έχει καταβάλλει ένα σεβαστό ποσό για τον συνήγορό του στην διαδικασία αυτή … .
Με μία λέξη οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 9 είναι ολοκληρωτικό ΑΙΣΧΟΣ.
Είναι ΝΤΡΟΠΗ να έρχονται προς ψήφιση τέτοιες ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, απαξιωτικές της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του.
Τέλος, προτείναμε επίσης, αλλά δεν εισακουστήκαμε, να μπορεί ο οφειλέτης, εναλλακτικά αντί της εκποίησης, να προσφέρει και εκχωρήσει στον πιστωτή τα έσοδα από την εκμετάλλευση ακινήτου του ή προσοδοφόρου πράγματος για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα διατηρώντας την κυριότητά του.
Η κυβέρνηση προτίμησε να μετατρέψει την πολιτεία σε μηχανισμό βίας κατά των οφειλετών και υπέρ των πιστωτών.
ΑΡΘΡΟ 10 : «Καθήκον ειλικρινούς δήλωσης»
ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΕΣ είναι και πολλές διατάξεις του άρθρου 10 του νομοσχεδίου.
Αναφερόμαστε στις διατάξεις που δίνουν το δικαίωμα στους πιστωτές να παραβιάζουν κάθε ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο του οφειλέτη. Με την ρύθμιση του νομοσχεδίου κάθε πιστωτής θα μπορεί να έχει πλήρη και διαρκή πρόσβαση στα απόρρητα έγγραφα του οφειλέτη, όποτε αυτός το θελήσει, χωρίς καν ενημέρωσή του και μάλιστα με την ευρύτατη διατύπωση «κάθε χρήσιμη πληροφορία …» . Εάν δηλαδή ο οφειλέτης δηλώνει στην δήλωσή του νοσήλια για ασθένεια του παιδιού του, αυτό θα τίθεται εν γνώσει του πιστωτή χωρίς να προστατεύονται ούτε τα ευαίσθητα ιατρικά δεδομένα !!!.
Προτείναμε αντ’ αυτού: την υποχρέωση του οφειλέτη να προσκομίσει ο ίδιος «στο Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της αίτησής του τα πλήρη νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν την οικονομική του κατάσταση και τα τρέχοντα εισοδήματά του, καθώς και την τυχόν ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων σε εταιρείες ως άνω. Το δικαίωμα να ζητήσουν την προσκομιδή των στοιχείων αυτών στο Δικαστήριο έχουν και οι πιστωτές του με σχετικό αίτημα που διατυπώνουν κατά την απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής μπορεί κατά την κρίση του Δικαστηρίου να επιφέρει την απόρριψη της αίτησης ρύθμισης και απαλλαγής από τα χρέη.».
Επίσης προβληματική είναι η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου. Αλήθεια πότε ακριβώς και σε ποιόν θα υποβάλλει ο οφειλέτης την εικόνα της περιουσιακής του κατάστασης κατά την διάρκεια της ρύθμισης ;
Τέλος με αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης προτείναμε και δεν εισακουστήκαμε, να υποχρεούται ο οφειλέτης να υποβάλλει τα περιουσιακά του στοιχεία που τυχόν βρίσκονται υπό την κυριότητα εταιρικών μορφωμάτων, ημεδαπών, ευρωπαϊκών ή υπεράκτιων νομικών προσώπων (offshore), των οποίων αυτός διαθέτει ποσοστό ανώτερο του 50%.
Με τις ευλογίες της κυβέρνησης το παράθυρο παραμένει ανοικτό για όλους τους μεγαλόσχημους οφειλέτες και απατεώνες … . Γιατί άραγε;
ΑΡΘΡΟ 11: Απαλλαγή από υπόλοιπο χρεών
Στο άρθρο 11 κακώς δεν περιλήφθηκε η πρόταση μας για την χορήγηση απόδειξης εξόφλησης της ρύθμισης εκ μέρους των πιστωτών.
Στην παράγραφο 2 ζητούμε το διάστημα καθυστέρησης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που επιφέρει την ανατροπή της ρύθμισης να αυξηθεί από δίμηνο σε τρίμηνο.
Ζητούμε και πάλι την δυνατότητα τροποποίησης της ρύθμισης εξαιτίας έκτακτων μεταβολών (π.χ. απόλυση εργαζόμενου οφειλέτη, έκτακτές ιατρικές δαπάνες). Είναι αδιανόητο στο άρθρο 8 § 4, προβλέπεται αυτή η δυνατότητα για τις τράπεζες – πιστωτές και να μην προβλέπεται αντίστοιχα και το ίδιο και για τους οφειλέτες !!!. Μόνη η σημειολογική ανάλυση των ρυθμίσεων του νομοσχεδίου καταδεικνύει προκλητική μονομέρεια και δικαιώνει όλους τους χαρακτηρισμούς μας.
ΑΡΘΡΟ 12: «Δικαιώματα ενέγγυων πιστωτών και έναντι εγγυητών»
ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ υπό οιανδήποτε έννοια και οπτική είναι και η ρύθμιση για τους εγγυητές.
Βασικός κανόνας του δικαίου και της εγγυητικής σύμβασης είναι ότι ακολουθεί το ύψος της κύριας οφειλής επί της οποίας δίδεται η εγγύηση. Στο νομοσχέδιο προβλέπεται ακριβώς το αντίθετο. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο :παρότι μπορεί να έχει ρυθμιστεί η οφειλή του πρωτοφειλέτη και να έχει μειωθεί η οφειλή, ο εγγυητής ευθύνεται για όλο το αρχικό ποσό και δεν μειώνεται αντίστοιχα και η δική του οφειλή !!!. Έτσι οι πιστωτές θα μπορούν να λάβουν το υπόλοιπο ποσό πέραν της ρύθμισης από τον εγγυητή . Όπως μάλιστα προβλέπεται από την ίδια διάταξη ο εγγυητής δεν θα μπορεί να ζητήσει («αναγωγή») και τα χρήματά που κατέβαλλε από τον πρωτοφειλέτη υπέρ του οποίου εγγυήθηκε, σύμφωνα με την ίδια διάταξη !!!.
Είναι κυριολεκτικά ΝΤΡΟΠΗ τέτοιες διατάξεις να εισάγονται προς ψήφιση στο κοινοβούλιο.
Άρθρο 13 : «Τήρηση Αρχείου Αιτήσεων»
Προβλέπεται η τήρηση αρχείου, αντίστοιχου με αυτό των πτωχεύσεων των εμπόρων. Είναι σαφές ότι με το νομοσχέδιο, αντί οι πολίτες να απελευθερώνονται κοινωνικά και οικονομικά, καθίστανται πτωχοί και εγκλωβίζονται στους θεσμούς της πτωχεύσεως.
Άρθρο 14 : «Ένδικα μέσα»
Προβλέπονται οι περιορισμένοι λόγοι αναιρέσεως του άρθρου 560 ΚΠολΔ, αντί των ευρύτερων του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Άρθρο 15: «Αναλογική εφαρμογή διατάξεων»
Το νομοσχέδιο προβλέπει την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα. Πρόκειται για προκλητικά απαράδεκτη διάταξη, η οποία ζητήσαμε ευθύς εξαρχής να απαλειφθεί και να αντικατασταθεί με την εφαρμογή των διατάξεων του Αστικού Κώδικα. Ο σεβασμός στην προσωπικότητα του ανθρώπου και η ανάγκη επαναδραστηριοποίησης του ανθρώπου παρεμποδίζονται και ακυρώνονται από την ανάλογη εφαρμογή θεσμών και διαδικασιών που παραπέμπουν στην πτώχευση και στην στέρηση διαχείρισης της όποιας περιουσίας του (η οποία άλλωστε εξ αντικειμένου δεν επαρκεί και για πολλά πράγματα).
Πέραν όμως των ανωτέρω, η πρόβλεψη για αναλογική εφαρμογή του Πτωχευτικού Κώδικα, δύναται να δημιουργήσει τεράστια ερμηνευτικά προβλήματα σε θέματα όπως αυτά της περιουσίας του συζύγου (εάν περιλαμβάνεται στην ρευστοποιήσιμη περιουσίας του «πτωχού» πολίτη), της τύχης των δικαιοπραξιών που έχουν ήδη γίνει, των συμβάσεων εργασίας, του αυτοδικαίως ληξιπρόθεσμου όλων των οφειλών, στα ζητήματα των ενοχών υπό αίρεση, λύση προσωποπαγών συμβάσεων και πολλά άλλα. Εάν η διάταξη δεν είναι σκόπιμη εις βάρος των οφειλετών, είναι κατ’ ελάχιστο ασυγχώρητα αφελής και κοινωνικά εγκληματική.
Μην συγχέουμε τους θεσμούς και μην δημιουργούμε νέα ζητήματα ερμηνείας και προβλημάτων (ιδίως όταν αντίδικοι ιδιωτών θα είναι κυρίως τράπεζες), χρησιμοποιώντας διατάξεις και θεσμούς που δημιουργήθηκαν για άλλους σκοπούς. Οι διατάξεις του νομοσχεδίου οφείλουν να είναι ολοκληρωμένες και τέλειες νοηματικά. Εάν επιμένουμε να παραπέμψουμε κάπου, ας παραπέμψουμε στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αυτές ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και ας μην μετατρέψουμε τον ιδιώτη οφειλέτη σε έμπορο αναδρομικά.
Άρθρο 16: «Τήρηση και χρήση δεδομένων» («Τειρεσίας»)
Διατηρήθηκε η πενταετία και δη από την απαλλαγή. Δηλαδή κατ’ ελάχιστο 10ετία από την αρχική υποβολή της αίτησης !!!.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Διάταξη με την διάταξη καθίσταται σαφές ότι το νομοσχέδιο δεν φτιάχθηκε για να απελευθερώσει τους ανθρώπους, αλλά για να λύσει ζητήματα και προβλήματα των τραπεζών έναντι των οφειλετών τους.
Άρθρο 17: «Διαγραφή απαιτήσεων» (φορολογητέων κερδών τραπεζών).
Όπως προαναφέραμε το νομοσχέδιο έρχεται να ρυθμίσει ζητήματα και προβλήματα των τραπεζών έναντι και κατά των πολιτών και των οφειλετών τους. Τούτο αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι τίθεται σε αυτό μία διάταξη, που απαλλάσσει τις τράπεζες από φορολογικές υποχρεώσεις τους και η οποία έχει θέση μόνο στον κώδικα φορολογίας εισοδήματος και όχι σε νομοσχέδιο για υπερχρεωμένους καταναλωτές.
Πέραν της ανωτέρω αντινομίας η διάταξη αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο φορολογίας του οφειλέτη για το κεφάλαιο της απαίτησης που διαγράφεται με την ρύθμιση !!!.
Άρθρο 18: «Αύξηση θέσεων Ειρηνοδικών»
Η αύξηση θέσεων Ειρηνοδικών είναι αναγκαία με τον τρόπο ρύθμισης που προβλέπει το νομοσχέδιο. Βεβαίως το κόστος βαρύνει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Το πρόβλημα όμως δεν λύνεται.
Προτείναμε λύσεις που είναι λιγότερο κοστοβόρες και χρονοβόρες.
Προβλέπουμε πως ο μέσος χρόνος από την κατάθεση της αίτησης έως την έκδοση πρωτόδικης απόφασης θα είναι για το Ειρηνοδικείο Αθηνών περί τα 2 έτη, στην καλύτερη περίπτωση και 4 έτη σε περίπτωση έφεσης.
Τέλος επισημαίνουμε ότι αναγκαία για την εφαρμογή του νομοσχεδίου είναι και η πρόσληψη αντιστοίχου αριθμού δικαστικών υπαλλήλων, καθώς αυξάνεται το μέγεθος της γραφειοκρατίας (αιτήσεις, αρχείο, δικάσιμοι κλπ.).
Μήπως οι συντάκτες του νομοσχεδίου αδιαφορούν για την πραγματικότητα και μήπως η σκοπιμότητα είναι να υποβάλλει ο οφειλέτης κατάσταση με τα περιουσιακά του στοιχεία για να μπορεί η τράπεζα άκοπα και χωρίς κόστος να τα κατασχέσει;
Κεφ. ΙΙΙ
Επισημαίνουμε πως μέσα στην ολοκληρωμένη και δίκαιη πρότασή μας υπήρχε και η πρόταση να προβλέπει ο νόμος ανώτατες επιτρεπτές αμοιβές για όσους κληθούν να συνδράμουν τους οφειλέτες, ώστε να μην πέφτουν θύματα της ασυδοσίας κάποιων «επαγγελματιών» και να μπορούν με ένα εφικτό και γνωστό εκ των προτέρων κόστος να κινήσουν τις διαδικασίες. Ούτε αυτό το αίτημα – πρότασή μας υλοποιήθηκε από την κυβέρνηση.
Οι ενώσεις μας, παρά το γεγονός ότι αποκαλύπτουν όλες τις αρνητικές για τους πολίτες - οφειλέτες σκοπιμότητες του νομοσχεδίου θα συνδράμουν αποφασιστικά με όλες τους τις γνώσεις και δυνάμεις όσους θέλουν να μπουν στην διαδικασία αυτή και δηλώνουν ότι μέσα στο επόμενο διάστημα θα ορίσουν οι ίδιες αμοιβές προδεδομένες για όλο το στάδιο της διαδικασίας. Αμοιβές που θα επιτρέπουν σε όλους τους πολίτες να κινήσουν τις διαδικασίες, εάν και εφόσον και για δικούς τους λόγους το επιθυμούν.
Εν κατακλείδι και πρακτικά, η άποψή μας κατόπιν των ανωτέρω αναλύσεων είναι ότι το νομοσχέδιο φτιάχθηκε προκειμένου να μπορέσουν οι τράπεζες να εισπράξουν χρηματικά ποσά που αδυνατούσαν ή δεν τους επιτρεπόταν για πολλούς λόγους (νομικούς και ουσιαστικούς) να το πράξουν.
ΝΕΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ
e-mail: inka@newinka.gr τηλ.επικοινωνίας: 210-6496950,210-9577422
ΕΚ.ΠΟΙ.ΖΩ
e-mail: info@ekpizo.gr τηλ.επικοινωνίας: 210-3304444
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΩΛΩΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
e-mail: inka_mak@otenet.gr τηλ.επικοινωνίας: 2310-535263
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΗΠΕΙΡΟΥ
e-mail: inkaioanninon@hotmail.com τηλ.επικοινωνίας: 26510-65178
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου