Ρεπορτάζ http://www.sofokleous10.gr/portal2/toprotothema/toprotothema/2010-04-27-23-27-32-2010042722569
Τη στιγμή που η Ελλάδα ενεργοποιεί το πακέτο διάσωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ύψους 45 δις ευρώ, καθίσταται σαφές ότι απαιτείται μια νέα, πολύ πιο ισορροπημένη προσέγγιση. Υπάρχουν δύο προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν: το πρώτο έχει να κάνει με την αξιοπιστία του ελληνικού προγράμματος δημοσιονομικής σταθεροποίησης και το δεύτερο με το πώς θα καλυφθούν τα μεσοπρόθεσμα κενά χρηματοδότησης της χώρας.
Το μέγεθος της προσπάθειας που απαιτείται για την ελληνική δημοσιονομική προσαρμογή έχει γίνει πια κατανοητό. Το δημόσιο έλλειμμα πρέπει να μειωθεί τουλάχιστον κατά 10% του ΑΕΠ (από 13% του ΑΕΠ σε λιγότερο του 3%). Το κύριο πρόβλημα που δεν έχει αντιμετωπιστεί μέχρι στιγμής, είναι ότι για να επιτευχθεί μια δημοσιονομική προσαρμογή τέτοιας κλίμακας απαιτείται από την κυβέρνηση να προχωρήσει σε δύο μεγάλα βήματα που είναι δυνατά μόνο με ευρεία κοινωνική συναίνεση: την περικοπή των μισθών και την περικοπή των κοινωνικών δαπανών. Κανένα τους δεν έχει την έγκριση του ελληνικού λαού. Κι όμως είναι αναπόφευκτα.
Πολύ γνωστό είναι και το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας έχει αυξηθεί κατά 10 - 20% περισσότερο από ό,τι στη Γερμανία. Αν η Ελλάδα θέλει να παραμείνει στην Ευρωζώνη, πρέπει να προχωρήσει σε μια ‘εσωτερική υποτίμηση’, μια σημαντική περικοπή των ονομαστικών μισθών.
Η κυβέρνηση μπορεί να περικόψει τους μισθούς στο δημόσιο τομέα – και το έχει κάνει – αλλά αυτό δεν αρκεί. Απαιτείται μια μεγάλη περικοπή μισθών στον ιδιωτικό τομέα ούτως ώστε να δοθεί ώθηση στις εξαγωγές (που σήμερα αντιπροσωπεύουν λιγότερο του 20% του ΑΕΠ, συνυπολογίζοντας τα αγαθά και τις υπηρεσίες) για να δημιουργηθεί τουλάχιστον μία πηγή ανάπτυξης.
Η Ελλάδα συνεπώς χρειάζεται ένα ‘Εθνικό Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας’, όπου η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση, οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι θα συμφωνήσουν σε μια σειρά από μέτρα που θα περιορίσουν το μοναδιαίο κόστος εργασίας τουλάχιστον κατά 10%. Τρεις τύποι μέτρων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη αυτού του στόχου: προσαρμογή των ονομαστικών μισθών, επιμήκυνση του ωραρίου εργασίας και περικοπή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Τον ακριβή συνδυασμό των ως άνω μέτρων θα τον αποφασίσει η ίδια η Ελλάδα, αλλά η σημαντική μείωση του μοναδιαίου εργατικού κόστους αποτελεί το πρώτο ουσιαστικό βήμα για την επιτυχημένη προσαρμογή, και γι’ αυτό πρέπει να αποτελέσει προϋπόθεση για τη χορήγηση του πακέτου στήριξης των ΔΝΤ/ΕΕ.
Εξίσου αναπόφευκτη είναι και μια μεγάλη περικοπή των κοινωνικών δαπανών προκειμένου να επιτευχθεί η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών. Η μεγέθυνση του δημοσίου ελλείμματος στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία είχε κυρίως να κάνει με την πολύ μεγάλη αύξηση των επιδομάτων του κοινωνικού κράτους, που από το 20% πέρασαν στο 30%, χωρίς αυτή η αύξηση να συμβαδίζει με ανάλογη αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, το κονδύλι των μισθών του δημοσίου τομέα έχει περιθωριακή σημασία. Η κυβέρνηση πήρε τα περισσότερα μέτρα της αναγκαίας αναπροσαρμογής σε αυτόν τον τομέα.
Στην πραγματικότητα οι περικοπές των μισθών του δημόσιου τομέα μπορούν να αποδώσουν μόλις 1% ως 2% του ΑΕΠ για τη δημοσιονομική σταθεροποίηση. Με δεδομένο ότι οι κοινωνικές δαπάνες φτάνουν το 60% των συνολικών δημοσίων δαπανών, για να επιτευχθεί η δημοσιονομική αναπροσαρμογή απαιτείται μια σημαντική περικοπή τους. Η εναλλακτική λύση, η αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 50% μέσα σε λίγα χρόνια, είναι απλά ανέφικτη.
Η μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας σε βάθος και η οικοδόμηση ενός σύγχρονου συστήματος διαχείρισης των φορολογικών εσόδων απαιτούν χρόνο. Αλλά οι αγορές δεν είναι διατεθειμένες να δώσουν χρόνο στην Ελλάδα, και αυτό μας φέρνει στο δεύτερο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να έχει χώρο να ανασάνει προκειμένου η μεταρρυθμιστική διαδικασία να είναι αποτελεσματική, και γι’ αυτό είναι σκόπιμο να ανακοινώσει μια σχετικά απλή αναδιάρθρωση του χρέους στο χρόνο: συγκεκριμένα την παράταση της λήξης όλων των ήδη εκδοθέντων κρατικών ομολόγων για άλλα 5 χρόνια με το ίδιο επιτόκιο. Στην περίπτωση αυτή η ελληνική κυβέρνηση δεν θα έχει να καταβάλλει πληρωμές για τα επόμενα 5 χρόνια και θα έχει να αναχρηματοδοτήσει ομόλογα ύψους περί τα 30 δις ευρώ ετησίως για κάθε χρονιά από το 2015 και μετά, όπου τα πράγματα θα είναι διαχείρισιμα. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους τότε θα είναι πολύ πιο περιορισμένες, και το πακέτο οικονομικής συνδρομής των ΕΕ/ΔΝΤ των 45 δις θα καλύψει εν τω μεταξύ το μεγαλύτερο μέρος των όλο και πιο χαμηλών ελλειμμάτων της ‘περιόδου χάριτος’.
Δίχως μια ανάλογη παράταση της λήξης των ελληνικών ομολόγων, είναι εντελώς απίθανο ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να αναχρηματοδοτήσει τις εκδόσεις ομολόγων ύψους 30 δις ευρώ που ωριμάζουν κάθε χρόνο για τα επόμενα χρόνια. Έτσι με τον καιρό, οι χώρες της Ευρωζώνης θα πρέπει αναπόφευκτα να αναχρηματοδοτήσουν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Κι αυτό είναι η απόλυτη συνταγή για την ανάπτυξη πολιτικών εντάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς οι Έλληνες πάντα θα θεωρούν το επιτόκιο πολύ υψηλό και οι Γερμανοί πολύ χαμηλό (τουλάχιστον σε σχέση με τα επιτόκια της αγοράς). Επιπλέον από τη στιγμή που η Ευρωζώνη θα αρχίσει να αναχρηματοδοτεί το ελληνικό δημόσιο χρέος, δίχως τη συμβολή των ιδιωτών επενδυτών, θα καταστεί πολιτικά αδύνατο να σταματήσει.
Η συγκεκριμένη πρόταση αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους θα αποτελέσει ένα καθαρό μήνυμα της ετοιμότητας της ελληνικής κυβέρνησης για πλήρη εξυπηρέτηση των δανειακών της υποχρεώσεων και θα γίνει δεκτή από τις αγορές χωρίς πολλές αναταραχές. Βέβαια, δίχως ένα αξιόπιστο πρόγραμμα οικονομικής αναπροσαρμογής, οι αγορές θα αντιμετωπίσουν κάθε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ως προοίμιο για μια πραγματική στάση πληρωμών αργότερα, κι αυτό θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερα πρίμιουμ.
Αλλά και το καλύτερο πρόγραμμα δημοσιονομικής αναπροσαρμογής δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί δίχως μια κάποια συμβολή και των ιδιωτών επενδυτών, δηλαδή κάποιον τύπο αναδιάρθρωσης του χρέους. Η μόνη διέξοδος για την Ελλάδα είναι επομένως να συνδυάσει και τα δύο αυτά στοιχεία: αναδιάρθρωση του χρέους της και εθνική συναίνεση για περικοπές σε μισθούς και κοινωνικές δαπάνες. Η παρούσα προσέγγιση – που εστιάζει μόνο στις ανάγκες χρηματοδότησης ή δημοσιονομικής αναπροσαρμογής για το έτος 2010 και αφήνει όλες τις δύσκολες αποφάσεις για αργότερα – δεν θα αποδώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου