Δεκεμβρίου 05, 2009

Εκτός ελέγχου η ακρίβεια στη χώρα μας

Παρότι οι τιμές των πρώτων υλών σημειώνουν πτώση
Σημαντικές αποκλίσεις με κράτη της Ε.Ε.

Την ώρα που οι τιμές των πρώτων υλών σημειώνουν πτώση, ενίοτε σημαντική, οι τελικές τιμές των προϊόντων στα ράφια των σούπερ μάρκετ αυξάνονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ενώ η τιμή του σιταριού μειώθηκε φέτος σε σχέση με πέρυσι κατά 30%, η τιμή του ψωμιού αυξήθηκε κατά 0,63%. Η ψαλίδα, δηλαδή, αντί να κλείνει, λόγω της κρίσης, ανοίγει συνεχώς και μάλιστα επικίνδυνα. Ακόμη και σήμερα, όπως προκύπτει από τις συγκρίσεις τιμών βασικών προϊόντων (ρύζι, λάδι, αλεύρι κ.λπ.) ανάμεσα στη χώρα μας και στην υπόλοιπη Ε.Ε., η Ελλάδα εξακολουθεί να διατηρεί τον τίτλο της «πρωταθλήτριας στην ακρίβεια».

Φθηνότερο το σιτάρι κατά 30% ακριβότερο το ψωμί... 0,63%

Μπορεί οι τιμές των πρώτων υλών να μειώνονται, όμως οι τιμές των τελικών προϊόντων αυξάνονται

Της Δημητρας Μανιφαβα

Μπορεί οι τιμές παραγωγού να μειώνονται, λόγω της κρίσης και όχι μόνο, όμως, οι λιανικές τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ εξακολουθούν να αυξάνονται. Και σε ορισμένες περιπτώσεις, πέρα από κάθε έλεγχο. Αποτέλεσμα: οι ανατιμήσεις σε είδη πρώτης ανάγκης, αλλά και σε υπηρεσίες, σε συνδυασμό με το «πάγωμα» μισθών, να δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες για τα περισσότερα νοικοκυριά.

Η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει την ακρίβεια, εμφανίζεται να υιοθετεί μέτρα και εργαλεία παρόμοια με αυτά της προκατόχου της. Το παράδοξο είναι ότι από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης συχνά τα είχε... καταγγείλει για την αναποτελεσματικότητά τους.

Σε περίπτωση δε που επιχειρήσει να διαπραγματευθεί με τη βιομηχανία τροφίμων, για να κλείσει τις περίφημες «συμφωνίες κυρίων», είναι πολύ πιθανό να βρεθεί αντιμέτωπη και με το γνωστό επιχείρημα: ότι, δηλαδή, η άσκηση περαιτέρω πιέσεων στον κλάδο σε περίοδο ύφεσης θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά του και κατά συνέπεια... θέσεις εργασίας. Πρόσφατα, άλλωστε, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ) κ. Ευάγγελος Καλούσης δήλωσε ότι αρκετές θυγατρικές εταιρείες πολυεθνικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα δέχονται εισηγήσεις για δραστικές περικοπές στο κόστος λειτουργίας τους, ενώ σε ορισμένες από αυτές έχει ζητηθεί να δημιουργήσουν στην Ελλάδα μικρότερες και πιο ευέλικτες διοικητικές μονάδες, ακόμη και με τη μετατροπή των εταιρειών σε υποκαταστήματα είτε με την αντικατάστασή τους από αντιπροσώπους.

Τα παράδοξα φαινόμενα

Το βασικό θέμα, όμως, ήταν και παραμένει η ακρίβεια. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης οι τιμές των πρώτων υλών τον Οκτώβριο του 2009 όχι μόνο βρίσκονταν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με ένα χρόνο πριν, αλλά και χαμηλότερα σε σχέση με την περίοδο πριν από τα μέσα του 2007, όταν ξεκίνησε η «έκρηξη» των τιμών των δημητριακών. Στην Ελλάδα, η τιμή του μαλακού σιταριού έχει μειωθεί σε σχέση με πέρυσι κατά 30%, στο σκληρό σιτάρι κατά 27%, στο καλαμπόκι κατά 13%, στο χοιρινό κρέας κατά 14%, στο ελαιόλαδο κατά 14,5%, ενώ στο μοσχαρίσιο κρέας και στο κρέας πουλερικών παρατηρείται αύξηση 1% και 6% αντιστοίχως.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, οι τιμές καταναλωτή σε βασικά τρόφιμα όχι μόνο δεν έχουν σημειώσει ανάλογη μείωση, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται ακόμη και αύξησή τους. Από τις αρχές του χρόνου έως σήμερα σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος, η τιμή στο ψωμί έχει αυξηθεί κατά 0,33%, στο ρύζι κατά 1,92%, στο αλεύρι κατά 0,67%, στο χοιρινό κατά 0,14%, στα ψάρια κατά 2,63%, στις παιδικές τροφές κατά 1,47%, στον καφέ κατά 2,38%, στα αναψυκτικά κατά 2,86%, στις σοκολάτες κατά 2,66%, στους χυμούς κατά 0,72%.

Σε σύγκριση δε με ένα χρόνο πριν, οι ανατιμήσεις είναι ακόμη μεγαλύτερες. Η τιμή του ψωμιού έχει αυξηθεί κατά 0,63%, του ρυζιού κατά 6,83%, των αλεύρων κατά 1,48%, του μοσχαρίσιου κρέατος κατά 2,64%, του χοιρινού κατά 2,21%, των ψαριών κατά 6,17%, των παιδικών τροφών κατά 1,24%, του καφέ κατά 1,88%, των αναψυκτικών κατά 3%.

Ακόμη όμως και σε περιπτώσεις που η τιμή καταναλωτή έχει μειωθεί, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του ελαιολάδου κατά 4,8% σε ετήσια βάση, η μείωση αυτή είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με την αντίστοιχη μείωση της τιμής παραγωγού την ίδια χρονική περίοδο.

Βεβαίως, η τιμή παραγωγού αποτελεί μία μόνο παράμετρο της διαμόρφωσης της τιμής του τελικού προϊόντος και σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να συνυπολογίζονται το εργατικό κόστος, το κόστος ενέργειας, το περιθώριο κέρδους κ. ά. Ωστόσο, όπως και η Κομισιόν επισημαίνει στο τελευταίο έγγραφό της για τις τιμές των τροφίμων (με ημερομηνία 17/11/2009) η πτώση των τιμών του πετρελαίου Μπρεντ από τα 142,45 δολάρια/βαρέλι την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου 2008 στα 76,53 δολάρια/βαρέλι την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου 2009 (μείωση της τάξης του 46,3%) θα έπρεπε να είχε συμβάλει περισσότερο στην αποκλιμάκωση των τιμών των τροφίμων.

Πρωταθλήτρια Ευρώπης

Πέραν της διαφοράς των τιμών παραγωγού-καταναλωτή, η Ελλάδα συνεχίζει να είναι «πρωταθλητής» στην ακρίβεια σε ορισμένα βασικά προϊόντα ή τουλάχιστον μεταξύ των ακριβότερων χωρών. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της Κομισιόν για ορισμένα βασικά τρόφιμα, όπως το ρύζι που στην Ελλάδα πωλείται προς 4,26 ευρώ/κιλό (κατά μέσο όρο), ακριβότερα και από το Λουξεμβούργο (3,26 ευρώ/κιλό), το ελαιόλαδο παρά την υποχώρηση των τιμών και τη σημαντική εγχώρια παραγωγή πωλείται προς 5,70 ευρώ/λίτρο, ενώ στην Ισπανία προς 3,80 ευρώ/λίτρο, το αλεύρι προς 1,31 ευρώ/κιλό, τιμή που είναι η υψηλότερη μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, τα μακαρόνια προς 1,82 ευρώ/κιλό, στα ίδια επίπεδα με το Ηνωμένο Βασίλειο, το κοτόπουλο 3,63 ευρώ/κιλό που αποτελεί την τέταρτη υψηλότερη τιμή. Μέχρι πριν από λίγους μήνες, άλλωστε, η Ελλάδα ήταν μία από τις χώρες με τις υψηλότερες τιμές στο γάλα, κάτι, βεβαίως, που άλλαξε από την άνοιξη κι έπειτα με την επιθετική τιμολογιακή πολιτική των περισσοτέρων γαλακτοβιομηχανιών.

Η αιτία του κακού

Εξαιρετικά υψηλός είναι ο βαθμός συγκέντρωσης σε σειρά υποκλάδων του τομέα τροφίμων και ποτών, γεγονός που δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ενδεχομένως αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών.

Στην αγορά λευκού γάλακτος, τρεις μόλις εταιρείες (Vivartia, Friesland και Ολυμπος) συγκεντρώνουν πάνω από το 60% του εγχώριου τζίρου.

Στην αγορά ζυμαρικών, οι εταιρείες Misko–Barilla και Μέλισσα Κίκιζας μοιράζονται σχεδόν το 80% του τζίρου της εγχώριας αγοράς, στην αγορά καφέ τρεις εταιρείες, όλες πολυεθνικές, μοιράζονται σχεδόν το σύνολο του τζίρου (Nestle, Sara Lee και Kraft), στην αγορά αναψυκτικών η Coca–Cola Τρία Εψιλον και η Pepsico–Ηβη συγκεντρώνουν το 95% της αγοράς, ενώ αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην αγορά μπίρας με την Αθηναϊκή Ζυθοποιία και τη Μύθος Ζυθοποιία. Ενδεικτικό του υψηλού βαθμού συγκέντρωσης στον τομέα των τροφίμων - ποτών είναι, άλλωστε, το γεγονός ότι από το 2004 έως σήμερα έχουν εκδοθεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού 8 αποφάσεις για συγκεντρώσεις σε εταιρείες του κλάδου. Ο προληπτικός έλεγχος των συγκεντρώσεων αποτελεί μια από τις προτεραιότητες της νέας ηγεσίας του υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Μάλιστα, ο αρχικός προγραμματισμός προέβλεπε τη δημιουργία και μιας ξεχωριστής αντιμονοπωλιακής αρχής, σχέδιο, όμως, το οποίο μάλλον εγκαταλείπεται. Ετσι, πλέον το υπουργείο προσανατολίζεται στη δημιουργία ειδικής υπηρεσίας ή διεύθυνσης με αντικείμενο κυρίως τον προληπτικό έλεγχο των συγκεντρώσεων, ενταγμένης όμως στην υφιστάμενη Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Κατά τα άλλα, η νέα ηγεσία του υπουργείου φαίνεται μέχρι στιγμής να αντιμετωπίζει τα θέματα της ακρίβειας, ακολουθώντας πρακτικές της προηγούμενης κυβέρνησης, με ελαφρές τροποποιήσεις, Σε αυτές τις πρακτικές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το Ηλεκτρονικό Παρατηρητήριο Τιμών, το οποίο αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία έως τα μέσα του τρέχοντος μηνός, και ο πολλαπλασιασμός των ελέγχων μέσω της νεοσύστατης Υπηρεσίας Εποπτείας της Αγοράς.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου