Η ιδιαιτερότητα των προβλημάτων ρευστότητας μίας χώρας του Ευρώ, η αντιμετώπιση τους, καθώς επίσης οι πιθανολογούμενες συνέπειες μιας ενδεχόμενης πτώχευσης ενός κράτους μέλους
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
Επειδή η χρεοκοπία μίας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης δεν μπορεί να θεωρηθεί «ιδιωτικό» θέμα της, πόσο μάλλον όταν οι «εθνικές» νομισματικές δυνατότητες «ύστατης» άμυνας της ,(διολίσθηση του νομίσματος, πληθωρισμός, υποτίμηση κλπ), έχουν πλέον «εκχωρηθεί» στην ΕΚΤ, και την γραφειοκρατία της Επιτροπής), το μεγαλύτερο ίσως ερώτημα είναι το πώς θα αντιδρούσε η Ε.Ε., εάν βρισκόταν κάποτε, αντιμέτωπη με την προοπτική ενός τέτοιου ενδεχομένου.
Περαιτέρω, το πώς θα ενεργούσε στη συνέχεια, μετρώντας προφανώς τις επιπτώσεις στη δομή της, στην εικόνα της, στο μέλλον της (ιδίως στην υπό εξέλιξη πολιτική ένωση της), καθώς επίσης στα υπόλοιπα, «υγιή» μέλη της.
Τέλος, το πόσο συνετά, συνειδητά, υπεύθυνα και «εμπρόθεσμα» θα λάμβανε τα μέτρα του το επαπειλούμενο με πτώχευση και «αποπομπή» μέλος – ειδικότερα δε, το εάν η κυβέρνηση του θα επέλεγε την αποσιώπηση του προβλήματος απέναντι στους Πολίτες, τον εκφοβισμό τους ή την αντικειμενική ενημέρωση και ενεργή συμμετοχή τους στην έγκαιρη επίλυση του. Αναλύοντας σε γενικές γραμμές το θέμα, τις συνέπειες καλύτερα ενός ενδεχομένου πτώχευσης και αποπομπής για όλους τους «συμμετέχοντες», διαπιστώνουμε τις εξής «ιδιαιτερότητες»:
(α) Η κοινή αντιμετώπιση όλων των μελών είναι θεσμοθετημένη, μέσα από ειδική ρήτρα της ευρωπαϊκής οδηγίας («no-bail-out», άρθρο 103). Ούτε η Ε.Ε., ούτε καμία άλλη χώρα-μέλος της, δεν μπορεί να δεσμευθεί, ή να εγγυηθεί εκ των προτέρων, την πληρωμή υποχρεώσεων μίας άλλης χώρας – δεν επιτρέπεται επί πλέον να επέμβει καμία χώρα σαν «τριτεγγυήτρια», όταν μία άλλη αντιμετωπίζει προβλήματα πληρωμής των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της. Ειδικά δε στην περίπτωση που μία χώρα-μέλος δανείζει απλά μία άλλη, είναι υποχρεωμένη να υπολογίσει μόνη της το πιστωτικό ρίσκο, το αντίστοιχο επιτόκιο και τις λοιπές συνθήκες παροχής δανείου.
(β) Το άρθρο 119 επιτρέπει τη «βοήθεια» μίας χώρας της Ε.Ε. που αντιμετωπίζει προβλήματα πληρωμής των υποχρεώσεων της, με τη μορφή παροχής δανείων – γεγονός που συνέβη με τις πιστώσεις που δόθηκαν στις Ουγγαρία, Λετονία και Ρουμανία. Εν τούτοις, κάτι τέτοιο απαγορεύεται ρητά για τις χώρες του Ευρώ, στις οποίες δεν επιτρέπεται ούτε καν η παροχή υπεραναλήψεων από την ΕΚΤ ή τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (για παράδειγμα, από την ΤτΕ). Επίσης δεν επιτρέπεται η παροχή δανείων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (Ε.Τ.Ε.), η οποία υποχρεούται να χρηματοδοτεί μόνο συγκεκριμένα επιχειρηματικά σχέδια και όχι οφειλές του δημοσίου (άλλωστε τα κράτη-μέλη είναι μέτοχοι της Ε.Τ.Ε. και κάτι τέτοιο θα ήταν εναντίον των απαγορεύσεων που πηγάζουν από τη ρήτρα «bail-out»).
(γ) Το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας μίας χώρας της Ε.Ε. αποτελεί προφανώς πρόβλημα για όλα τα μέλη της, σε σχέση με τη δική τους αξιοπιστία. Από τη μία πλευρά, κάτι τέτοιο θα επιβάρυνε σημαντικά το κόστος δανεισμού των υπολοίπων, αφού για πρώτη φορά θα «τιμολογούταν» από τις χρηματαγορές το ρίσκο της πτώχευσης μίας χώρας της Ε.Ε. Η πιστοληπτική τους ικανότητα θα αξιολογούνταν χαμηλότερα και τα επιτόκια δανεισμού τους θα αυξάνονταν, με σημαντικά επακόλουθα για τη ρευστότητα τους. Επίσης, η ισοτιμία του Ευρώ θα «αδυνάτιζε» για μία μεγάλη χρονική περίοδο, ενώ θα δυσχεραινόταν η διεκδίκηση της αποδοχής του € σαν παγκοσμίου αποθεματικού νομίσματος (ή, έστω, η προοπτική μίας «βαρύνουσας» συμμετοχής του στο καλάθι των νομισμάτων-χρυσού που πιθανότατα θα αντικαταστήσουν το δολάριο). Από την άλλη πλευρά βέβαια, ή χρεοκοπία ενός μέλους θα έμοιαζε με την «πολιτική» παραδοχή της πλήρους αποτυχίας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
(δ) Η δυνατότητα της έκδοσης Ευρωπαϊκών Ομολόγων, η οποία προτάθηκε από την Ιταλία, δεν έγινε αποδεκτή από την Ε.Ε. Παρά το ότι το επιτόκιο ενός τέτοιου ομολόγου θα ήταν χαμηλότερο από αυτό που πληρώνει η πλειοψηφία των χωρών-μελών, εν τούτοις θα ήταν υψηλότερο από αυτό που κοστίζει στη Γερμανία (3%), η οποία υπολόγισε (και δεν το αποδέχθηκε) ότι για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα επί πλέον θα επιβαρυνόταν με το ποσόν των 3 δις € ετησίως («βάση» υπολογισμού το δημόσιο χρέος της το 2007).
Ίσως εδώ είναι σκόπιμο να αναφέρουμε μία μικρή παράγραφο από βιβλίο-μελέτη του Keynes: «… ο Γερμανός δεν καταλαβαίνει και δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα, παρά μόνο τον εκφοβισμό, ότι δεν δείχνει καμία γενναιοδωρία ή ενδοιασμό στις διαπραγματεύσεις, ότι δεν υπάρχει πλεονέκτημα που δεν θα κοιτάξει να εκμεταλλευθεί και κανένα σημείο στο οποίο δεν θα ξέπεφτε χάριν του κέρδους, ότι είναι άνευ τιμής, περηφάνιας ή οίκτου. Ως εκ τούτου δεν πρέπει ποτέ να διαπραγματεύεσαι με ένα Γερμανό ή να συμφιλιώνεσαι μαζί του – πρέπει να του υπαγορεύεις…..(η Γερμανία θα μπορούσε να) εξακοντίσει ξανά ενάντια στη Γαλλία το μεγαλύτερο πληθυσμό της, τις ανώτερες πλουτοπαραγωγικές πηγές της και την τεχνική της δεξιότητα».
(ε) Η μοναδική δυνατότητα χρηματοδότησης μίας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας που «προαναγγέλλουν» τη χρεοκοπία της, είναι η λήψη δανείου από μία ή περισσότερες άλλες (bilateral credit). Στην περίπτωση αυτή, η Κομισιόν έχει τη δυνατότητα να μεσολαβήσει για την «οργάνωση» του δανείου, έτσι ώστε να «στηρίξει» με την αξιοπιστία και με τις γνώσεις της την όλη διαδικασία. Δεν εξετάζουμε εδώ την πιθανότητα «εισόδου» του ΔΝΤ στη χώρα, αφενός μεν επειδή θεωρούμε τις μεθόδους του καταστροφικές, ειδικά σε περιόδους ύφεσης, αφετέρου δε λόγω της ουσιαστικής καθοδήγησης του από τις Η.Π.Α. – γεγονός που μάλλον προδιαθέτει αρνητικά την Ε.Ε.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ ΜΙΑΣ ΧΩΡΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Κατ’ αρχήν, η έξοδος μίας χώρας από τη ζώνη του Ευρώ δεν σημαίνει ταυτόχρονα τη μη συμμετοχή της στην Ε.Ε. Περαιτέρω, τα προβλήματα ρευστότητας ενός μέλους, ιδιαίτερα το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας, συνιστούν μία τεράστια παράβαση του «συμφώνου σταθερότητας», η οποία πιθανόν θα αιτιολογούσε την «εθελουσία αποπομπή» του: να υποχρεωθεί δηλαδή το προβληματικό κράτος στην υποβολή της «παραίτησης» του, αφού κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα τη σχετική «άμβλυνση» των συνεπειών της χρεοκοπίας της συγκεκριμένης χώρας (με την έννοια που «εκφράζεται» χαρακτηριστικά από την παροιμία: «καλύτερα ένα οδυνηρό τέλος, παρά μία οδύνη δίχως τέλος), για τα υπόλοιπα κράτη-μέλη και τη μελλοντική σταθεροποίηση τους.
Φυσικά, κάτι τέτοιο ουσιαστικά δεν προβλέπεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η «εθελουσία έξοδος» όμως προβλέπεται για πρώτη φορά ρητά από τη συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία έγινε πρόσφατα αποδεκτή από όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. – βλέπε http://europa.eu/lisbon_treaty/glance/index_el.htm). Αναλυτικότερα, οι «συνέπειες» για αμφοτέρους τους συμβαλλομένους έχουν ως εξής:
(α) Εξετάζοντας εν πρώτοις τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα της εξόδου από την Ευρωζώνη για το κράτος-μέλος (όσο μπορεί κανείς να θεωρήσει «πλεονέκτημα» κάτι τέτοιο, αφού ουσιαστικά θα ήταν μία επανεκκίνηση των €-ενταξιακών διαπραγματεύσεων από μηδενικό σημείο), σε γενικές γραμμές θα ήταν κυρίως «νομισματικής φύσης» (υποτίμηση του νέου νομίσματος, τεχνητός πληθωρισμός για τη μείωση του δημοσίου χρέους κλπ). Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε και τις δυνατότητες δανεισμού του «εξερχόμενου» μέλους από την Ε.Ε., ενώ θα υπήρχαν και διάφορα άλλα οφέλη (ισοτιμία ανταλλαγής νομίσματος με Ευρώ, κερδοφόρα «ανταλλαγή» ομολόγων κλπ), που θα προέκυπταν κυρίως από τη διαπραγμάτευση της «εξόδου» με την Ε.Ε.
(β) Οι «οικονομικές συνέπειες» της εξόδου ενός κράτους-μέλους για την Ε.Ε. είναι ανάλογες με το μέγεθος της Οικονομίας του. Η επαναφορά του αρχικού νομίσματος στη χώρα που εξέρχεται (για παράδειγμα, της δραχμής στην Ελλάδα), σημαίνει την ανταλλαγή του με το Ευρώ. Ανεξάρτητα όμως από την ισοτιμία ανταλλαγής που αποφασίζεται, είναι πολύ πιθανόν οι ιδιοκτήτες του Ευρώ, οι Πολίτες δηλαδή της χώρας που παύει να είναι μέλος της Ευρωζώνης, να «ξεφύγουν» από την ανταλλαγή και να διατηρήσουν στην κατοχή τους τα αποταμιευμένα €. Επειδή λοιπόν δεν θα επιστραφούν αρκετά € στην κεντρική τράπεζα της εν λόγω χώρας, δεν θα μπορέσει αυτή με τη σειρά της να εξοφλήσει τις οφειλές της απέναντι στο Ευρωπαϊκό Σύστημα των Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) – που όμως διατηρεί σαν εγγύηση (και θα παρακρατήσει «καταναγκαστικά») το σχετικά χαμηλό ποσοστό συμμετοχής της «τοπικής» κεντρικής τράπεζας στην ΕΚΤ.
(γ) Επόμενο πρόβλημα της μειωμένης εξόφλησης του ΕΣΚΤ από τη χώρα που εξέρχεται για τις υπόλοιπες χώρες, είναι η δημιουργία πληθωριστικών συνθηκών, οι οποίες υπολογίζονται από τη διαφορά του ποσοστού αλλαγής του - μειωμένου από την έξοδο της χώρας - ΑΕΠ της Ευρωζώνης και του ποσοστού της (μειωμένης) επιστροφής της «χρηματικής ποσότητας» των Ευρώ (προφανώς, η «ελλειμματική» ποσότητα χρημάτων στη χώρα που εξέρχεται, «καλύπτεται» διαχρονικά με την εκτύπωση νέων χαρτονομισμάτων από την κεντρική της τράπεζα, παρά το ότι δεν τα ανταλλάσσουν άμεσα οι Πολίτες που «παρακρατούν» τα Ευρώ).
Μειώνεται δηλαδή το ΑΕΠ της Ευρωζώνης, ενώ δεν μειώνεται αντίστοιχα η ποσότητα των χρημάτων (€) που κυκλοφορούν, αφού δεν απορροφάται και δεν «καταστρέφεται» το σύνολο τους από την ΕΚΤ. Ένεκα τούτου, ο «πληθωρισμός εξόδου» μίας μικρής χώρας, είναι σχεδόν αμελητέος για όλες τις υπόλοιπες, ενώ μίας μεγάλης (όπως για παράδειγμα της Ιταλίας, η οποία διαθέτει πολλαπλάσια ποσότητα € από αυτήν της Ιρλανδίας), είναι εξαιρετικά επικίνδυνος.
Ανεξάρτητα με το παραπάνω θέμα, είναι ίσως σκόπιμο να αναφέρουμε εδώ το ότι, η μείωση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης που ευρίσκεται σε εξέλιξη, λόγω της παρούσης χρηματοπιστωτικής κρίσης (γύρω στο -5% για τη Γερμανία κλπ), σε συνδυασμό με την αύξηση (αντί της αντίστοιχης μείωσης) της ποσότητας των χρημάτων ένεκα (1) των μέτρων στήριξης της οικονομίας (2) της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών και (3) της παγίδας ρευστότητας που προκαλούν οι τράπεζες, μας «προειδοποιεί» (Ε.Ε., Η.Π.Α. κ.α.) για πολύ μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις στο μέλλον - στην περίπτωση που η ανάκαμψη ακολουθήσει (εάν) καθυστερημένα.
(δ) Τα μειονεκτήματα της εξόδου μίας χώρας από την Ευρωζώνη για την ίδια είναι το λιγότερο καταστροφικά. Κατά την άποψη μας, ισοδυναμεί στην κυριολεξία με την καταδίκη της σε θανατική ποινή – με την εν ψυχρώ εκτέλεση της. Ακόμη και η προοπτική, η διαφαινόμενη πιθανότητα δηλαδή της εξόδου μίας χώρας από τη ζώνη του Ευρώ, θα δημιουργούσε από πολύ πριν τεράστιες πιέσεις (πωλήσεις) στις αγορές κρατικών ομολόγων, γεγονός που θα είχε σαν αποτέλεσμα μία υπερβολική άνοδο των επιτοκίων τους (spread - πτώση της αγοραστικής τους αξίας). Ήδη διαπιστώνουμε όσον αφορά την Ελλάδα, ανάλογες (αν και ανεπαίσθητες ακόμη) «κινήσεις», οι οποίες δυστυχώς «ερμηνεύονται» λανθασμένα από μεγάλο μέρος του Τύπου και της Κοινής Γνώμης (όχι όμως από την αγορά ομολόγων και το χρηματιστήριο).
Οι παγκόσμιες χρηματαγορές θα αξιολογούσαν πολύ δυσμενέστερα τον κίνδυνο χρεοκοπίας και θα δυσκόλευαν κατά πολύ την παροχή νέων δανείων στο «εξερχόμενο» κράτος (αγορά καινούργιων ομολόγων του δημοσίου). Επί πλέον, είναι σχεδόν βέβαιη η συνεχής υποτίμηση του εθνικού νομίσματος της χώρας που εξέρχεται, με καταστροφικές συνέπειες για τις τράπεζες και τους εισαγωγείς της, οι οποίοι, συμβεβλημένοι σε όρους Ευρώ, θα βρισκόταν αντιμέτωποι με τεράστιες διακυμάνσεις της ισοτιμίας του εθνικού τους νομίσματος, γεγονός που θα τους δημιουργούσε δυσανάλογες ζημίες, προβλήματα ρευστότητας κλπ.
(ε) Τα μειονεκτήματα της εξόδου μίας χώρας από την Ευρωζώνη, τόσο για την Ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά (ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων κλπ), όσο και για την πολιτική της ένωση, είναι επίσης καταστροφικά.
Από η μία πλευρά δηλαδή, οι «πληθωριστικοί κίνδυνοι εξόδου» μίας χώρας για την Ε.Ε., οι οποίοι προέρχονται από τη μειωμένη επιστροφή προς την ΕΚΤ της ποσότητας των χαρτονομισμάτων (€) που ανταλλάσσονται, καθιστά υποχρεωτική την επιβολή ελέγχων διακίνησης κεφαλαίων (ειδικά όταν πρόκειται για μία μεγάλη χώρα, όπως για παράδειγμα την «παραπαίουσα» Ιταλία), με στόχο την προστασία της Ευρωζώνης από την «παράνομη» εισροή των μη νόμιμα παρακρατηθέντων από τους Πολίτες χαρτονομισμάτων (€), καθώς επίσης έλεγχο και περιορισμό των εξαγωγών των υπολοίπων μελών της Ευρωζώνης προς τη χώρα που εξέρχεται από αυτήν, έτσι ώστε να εμποδιστεί η «ανεξέλεγκτη» εκροή «περιουσιακών στοιχείων» (ΑΕΠ) των υπολοίπων χωρών – η εκροή δηλαδή «περιουσιακών στοιχείων» (παραγομένων προϊόντων κλπ), μέσω της ανταλλαγής τους με μη νόμιμα €.
Από την άλλη πλευρά, αφενός μεν οι απλήρωτες οφειλές της εξερχόμενης χώρας προς τις υπόλοιπες, αφετέρου δε οι ενδεχόμενες απαιτήσεις αποζημιώσεων των υπολοίπων κρατών εναντίον της, θα μπορούσαν να επιβαρύνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το πολιτικό «κλίμα» της Ε.Ε. Είναι επομένως φανερό το ότι, η έξοδος μίας χώρας δεν θα έθετε σε κίνδυνο μόνο τη Νομισματική Ένωση, αλλά, επί πλέον, τη διαδικασία «αφομοίωσης» της πραγματικής οικονομίας της Ε.Ε. και την πολιτική κατανόηση όλων των μελών (27) μεταξύ τους.
Κλείνοντας, θεωρούμε ότι οι κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωζώνης που τυχόν επαπειλούνται από τόσο σοβαρούς κινδύνους, οφείλουν να ενημερώνουν άμεσα, σωστά και αντικειμενικά τους Πολίτες τους, να συστήνουν αποτελεσματικές, εξειδικευμένες επιτροπές χειρισμού τέτοιου είδους προβλημάτων (εάν δεν θέλουν φυσικά να επιστρέψουν οι χώρες τους, εντελώς απομονωμένες από τις υπόλοιπες, σε συνθήκες διαβίωσης του παρελθόντος), καθώς επίσης να τα τοποθετούν χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ανεξαρτήτως κόστους, σε πρώτη προτεραιότητα.
Σημείωση: Το κείμενο βασίστηκε σε διάφορες αναλύσεις, γεγονός που σημαίνει ότι η Ε.Ε. είναι προετοιμασμένη για τέτοιου είδους «παρεκτροπές». Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει την εξάπλωση του «ετεροβαρούς ρίσκου» στην «επικράτεια» της – δηλαδή, εκείνης της ιδιαίτερης κατάστασης που άλλος παίρνει τις αποφάσεις (εν προκειμένω, το κράτος που δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του) και άλλος πληρώνει το κόστος τους (δηλαδή, τα κράτη που λειτουργούν σεβόμενα τα συμφωνηθέντα).
Συνεχίζουμε φυσικά να έχουμε την άποψη που διατυπώσαμε στο άρθρο μας: ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ: Μία διακρατική, προοδευτική «φορολογική» κλίμακα, θα ήταν ίσως η ιδανική «κοινωνική» λύση για την εξομάλυνση των ανισορροπιών και την επίτευξη της ισότητας εντός της Ε.Ε.
Παρατηρήσεις στο κείμενο, από την πλευρά του Δικαίου
Πολύ σωστά, πρώτη η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει τη διαδικασία αποχώρησης μίας χώρας από την Ε.Ε. Σύμφωνα όμως με το διεθνές δίκαιο, τα κράτη είναι κυρίαρχα και το διεθνές δίκαιο δεν μπορεί να εκτελεστεί επ’ αυτών (εξαίρεση οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Χάγης, στο οποίο τα μέρη προσφεύγουν μόνο από κοινού).
Συνεπώς, μπορούν οποτεδήποτε να αποχωρήσουν, από οποιονδήποτε διεθνή οργανισμό - συμπεριλαμβανομένης μίας τελωνειακής ή μίας νομισματικής ένωσης, ακόμη και ενός πιο σύνθετου «μορφώματος», όπως η Ε.Ε.
Αντίθετα, ένας διεθνής οργανισμός δεν μπορεί να αξιώσει όρους και συμπεριφορά από ένα κράτος-μέλος κατά την αποχώρησή του, «ει μη μόνο» εάν αυτό προβλέπεται ρητά στο πρωτότυπο ή παράγωγο Δίκαιό του. Αυτός είναι και ο λόγος που η νέα συνθήκη προβλέπει αναλυτικές διατάξεις επ’ αυτού. Κατ’ αναλογία, είναι σαν τους γάμους των καθολικών, όπου το διαζύγιο θεωρείτο αρχικώς αμαρτία και δεν επιτρεπόταν αλλά, λόγω της ραγδαίας αύξησης των χωρισμών, θεσμοθετήθηκε τελικά ο «χωρισμός από τραπέζης και κοίτης».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να επιβάλει κυρώσεις στην Ελλάδα. Εάν η Ελλάδα αρνηθεί να συμμορφωθεί σε μία απόφαση της Ε.Ε., η τελευταία μπορεί να της επιβάλει οικονομικό αποκλεισμό - ποτέ όμως δεν μπορεί να την υποχρεώσει σε ορισμένη συμπεριφορά. Με απλά λόγια, εάν η Ελλάδα αποφάσιζε να φύγει αύριο από την Ευρωζώνη ή και από την Ε.Ε., οι εταίροι μας θα είχαν πολύ πιο σοβαρό πρόβλημα από το αντίστοιχο δικό μας.
Αναμφίβολα, το ακριβό ευρώ έχει στοιχίσει πολύ στη χώρα μας - ιδίως στα χαμηλά εισοδηματικά «στρώματα» και στους παραγωγούς. Εάν δεν υπήρχε το τεράστιο δημόσιο χρέος, πιθανότατα δεν θα είχαμε κανένα όφελος από ένα τόσο ακριβό νόμισμα. Όλοι γνωρίζουν τον συνεχή αγώνα που έκανε η Γερμανία για να διατηρεί το μάρκο χαμηλά, την εποχή της παντοδυναμίας της οικονομίας της. Επίσης, όλοι παρακολουθούμε τα «τεχνάσματα» των Κινέζων σε σχέση με την ισοτιμία του «γουάν» (σύνδεση του με το δολάριο κλπ). Μία χώρα που θέλει να παραμένει ανταγωνιστική, οφείλει να έχει πάντα το νόμισμα της ως όπλο.
Συμπερασματικά, καταλήγει κανείς «οριακά» μόνο υπέρ της παραμονής μας στην Ε.Ε. (για την Ευρωζώνη οφείλουμε να είμαστε προβληματισμένοι – μάλλον δεν έπρεπε να ενταχθούμε και τώρα είναι πολύ δύσκολο να εξέλθουμε), κυρίως για πολιτικούς και όχι για οικονομικούς λόγους - φυσικά με τεράστιο κοινωνικό τίμημα.
viliardos@kbanalysis.com
*Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου